πεντάρα

πεντάρα
πεντάρα, η και πεντάρι, το και πενταράκι, το
νόμισμα χάλκινο ή νικέλινο αξίας πέντε λεπτών: Δεν αξίζει μια πεντάρα. Φρ., «Πεντάρα δε δίνει», δεν ενδιαφέρεται.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πεντάρα — η 1. χάλκινο ή μεταλλικό νόμισμα αξίας πέντε λεπτών, το οποίο χρησιμοποιούσαν παλαιότερα και ισοδυναμούσε με το 1/20 τής δραχμής ή με μισή δεκάρα 2. το κοκάλινο ορθογώνιο πούλι τού ντόμινου που φέρει το κάθε μισό του ανά πέντε στίγματα, διπλό… …   Dictionary of Greek

  • Dracma griega moderna — † Ελληνική δραχμή en Idioma griego …   Wikipedia Español

  • απένταρος — ο αυτός που δεν έχει πεντάρα, δεν έχει καθόλου χρήματα, άφραγκος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α (στερ). + πεντάρα. Η λ. μαρτυρείται από το 1882 στον Ευθ. Γουβέλη] …   Dictionary of Greek

  • πεντάρικος — η, ο [πεντάρα] 1. αυτός που αξίζει μια πεντάρα 2. μτφ. (για λόγους και αγορεύσεις) στομφώδης και χωρίς ουσιαστικό περιεχόμενο, δεκάρικος …   Dictionary of Greek

  • πενταράκι — το [πεντάρα] υποκορ. τού πεντάρα …   Dictionary of Greek

  • τσακιστός — ή, ό, Ν [τσακίζω] 1. τσακισμένος, κοπανιστός («τσακιστές ελιές») 2. διπλωμένος 3. το θηλ. ως ουσ. η τσακιστή ναυτ. α) η δηκτή β) ο ποδόδεσμος 4. φρ. α) «δεν έχω πεντάρα τσακιστή» ή, απλώς, «δεν έχω τσακιστή» δεν έχω καθόλου χρήματα β) «δεν δίνω… …   Dictionary of Greek

  • Coins of the Cypriot pound — The coins of the Cypriot pound are part of the physical form of current Cypriot currency, the Cypriot pound. They have been issued since coming under British rule in 1878, until Cyprus adoption of euro in 2008. Contents 1 Predecimal series 2… …   Wikipedia

  • δαύτος — η, ο (Μ ταῦτος, η, ον) αυτός, ή, ό (πάντοτε με πρόθεση) 1. (επαναληπτική) «με τα μάτια ακολουθώντας το νεογέννητο το φως και σε δαύτο αναφτερώντας» 2. (προσωπική αντων. γ προσ.) «δεν δίνω πεντάρα για δαύτον» 3. (δεικτική) «τί περιμένεις από… …   Dictionary of Greek

  • ετυμολογία — Η ιστορία της μορφής και της σημασίας μιας λέξης μεταξύ δύο χρονικών στιγμών που έχουμε διαλέξει συμβατικά. Για να αντιληφθούμε την ιστορία και τα προβλήματα της επιστήμης της ε., ο καλύτερος τρόπος είναι να ερευνήσουμε τις διαδοχικές σημασίες… …   Dictionary of Greek

  • οβολός — Αρχαίο ελληνικό ασημένιο νόμισμα, ίσο με το ένα έκτο της δραχμής. Η ονομασία ο. αποτελεί διάφορο τύπο της λέξης οβελός με την οποία, πριν από την εμφάνιση του νομίσματος, χαρακτηρίζονταν τα σιδερένια σουβλιά που χρησιμοποιούσαν οι αρχαίοι Έλληνες …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”